Ἐρινύος

Ἐρινύος
Ἐρινύς
the Erinys
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐρινύος — Ἐρινύς the Erinys fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… …   Dictionary of Greek

  • υμνωδώ — ὑμνῳδῶ, έω, ΝΜΑ [ὑμνῳδός] άδω εγκωμιαστικό ύμνο νεοελλ. 1. ψάλλω ή συνθέτω εκκλησιαστικό ύμνο 2. εξυμνώ, εγκωμιάζω αρχ. 1. άδω, τραγουδώ («τὸν δ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνῳδεῑ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”